πάγκα

πάγκα
η банк

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πάγκα" в других словарях:

  • πάγκα — (I) και πάγα, η αμοιβή σε χρήματα που δίνεται ως αντάλλαγμα για παροχή εργασίας ή υπηρεσίας, μισθός, πληρωμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. paga]. (II) η η μπάγκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. banca «τράπεζα» (βλ. και λ. μπάγκα)] …   Dictionary of Greek

  • πάγα — η βλ. πάγκα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»